- ευζωνικός
- η , ό[ν] 1. относящийся к эвзону;2. (τό ) армейский корпус эвзонов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευζωνικός — ή, ό [εύζωνος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εύζωνο 2. το ουδ. ως ουσ. το ευζωνικό το στρατιωτικό σώμα τών ευζώνων … Dictionary of Greek
ευζωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εύζωνα. 2. το ουδ. ως ουσ., ευζωνικό στρατιωτικό τμήμα από εύζωνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)